- αντιβασιλέας
- και αντιβασιλιάς, ο (Α ἀντιβασιλεύς)αξιωματούχος που ασκεί εξουσία βασιλιά ως αναπληρωτής τουνεοελλ.τίτλος ανώτατου διοικητή επαρχίας ή κτήσης ενός βασιλευόμενου κράτους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιβασιλέας — ο θηλ. ισσα αυτός που αναπληρώνει στα καθήκοντά του το νόμιμο βασιλέα: Ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός υπήρξε αντιβασιλέας από το 1944 ως το 1946 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εστερχάζι — (Esterhάzy). Επώνυμο μιας από τις αρχαιότερες οικογένειες της Ουγγαρίας, που υποστηρίζεται ότι καταγόταν από τον Παύλο Εστόρα, απόγονο του Αττίλα. Η οικογένεια Έ. διαιρέθηκε σε διάφορους κλάδους, τους Γκάλανθα, Φράκνο, Τσέσνεκ και Ζόλιομ. Οι… … Dictionary of Greek
Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αντιβασιλεύω — (Α ἀντιβασιλεύω) νεοελλ. είμαι αντιβασιλέας αρχ. ανακηρύσσομαι κι εγώ βασιλιάς, ως αντίπαλος του βασιλιά … Dictionary of Greek
βάιλας — ο (AM βαΐουλος, Μ βάιλος και βάγιλος και βάγυλος) παιδαγωγός μσν. νεοελλ. υπηρέτης μσν. 1. τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη 2. αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα 3. ο αντιβασιλέας της… … Dictionary of Greek
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek